- θελξίνοος
- θελξίνοοςcharming the heartmasc/fem nom sgθελξίνουςcharming the heartmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θελξινόοιο — θελξίνοος charming the heart masc/fem/neut gen sg (epic) θελξίνους charming the heart masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξινόοις — θελξίνοος charming the heart masc/fem/neut dat pl θελξίνους charming the heart masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξινόοισιν — θελξίνοος charming the heart masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) θελξίνους charming the heart masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξινόου — θελξίνοος charming the heart masc/fem/neut gen sg θελξίνους charming the heart masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελξινόων — θελξίνοος charming the heart masc/fem/neut gen pl θελξίνους charming the heart masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθελξίνοος — ἀθελξίνοος, οον (Α) [θελξίνοος] αυτός που δεν θέλγει, δεν μαγεύει, δεν ξεγελά το μυαλό «ἀθελξίνοοι Μοῦσαι» … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek